κονσιστόριο

κονσιστόριο
(consistorium). Όρος που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και χαρακτήριζε τον τόπο σύγκλησης του αυτοκρατορικού συμβουλίου. Μετά τον 3ο αι. το κ. χαρακτήριζε το ίδιο το συμβούλιο το οποίο εξελίχθηκε σε ανώτατο δικαστικό σώμα της ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Κ. ονομαζόταν το ανώτατο αυτοκρατορικό συμβούλιο στο Βυζάντιο, όπως επίσης και το συμβούλιο του πάπα της Ρώμης, το οποίο απέκτησε μεγάλη σπουδαιότητα στη διακυβέρνηση της Καθολικής Εκκλησίας από τον 13o αι. και αντικατέστησε τις συνόδους. Ωστόσο, αυτό το κ. λειτουργούσε λιγότερο αποτελεσματικά απ’ ό,τι οι σύνοδοι, καθώς ο πάπας διόριζε αυταρχικά τα μέλη του συμβουλίου στο οποίο οι καρδινάλιοι διαδραμάτιζαν αποφασιστικό ρόλο. Συνεδρίαζε κάθε εβδομάδα και ενίοτε κάθε μέρα και τα ζητήματα που πραγματεύονταν κατά τη διάρκειά του αφορούσαν το δόγμα, την εκκλησιαστική πειθαρχία και τη διοίκηση. Τη σύγκλησή του προετοίμαζαν ειδικές επιτροπές από τις οποίες προέρχονταν τα διάφορα ρωμαιοκαθολικά συμβούλια, που εξέταζαν θέματα της ειδικότητάς τους. Με τη δημιουργία αυτών των συμβουλίων, τα κ. έχασαν ένα μέρος από την αρχική τους σπουδαιότητα. Σήμερα συνέρχονται σπάνια και περιορίζονται σε συνεδριάσεις κεκλεισμένων των θυρών, στις οποίες οι καρδινάλιοι διαδραματίζουν ρόλο απλών ακροατών.
* * *
το (ΑM κονσιστόριον και κονσιστώριον)
νεοελλ.-μσν.
1. (στη Δυτική Εκκλησία) α) συνάθροιση εκκλησιαστικών προσώπων η οποία αποσκοπεί στην απονομή δικαιοσύνης ή στη διεκπεραίωση υπόθεσης
β) συνέλευση τών καρδιναλίων υπό την προεδρία τού πάπα
2. (στην Εκκλησία τής Αγγλίας) το υπό την προεδρία τού επισκόπου δικαστήριο, το οποίο απονέμει την εκκλησιαστική δικαιοσύνη στην επισκοπή του
μσν.-αρχ.
ονομασία που δόθηκε από την εποχή τού Μεγάλου Κωνσταντίνου στο συμβούλιο τού ηγεμόνα, τού οποίου τα μέλη έπρεπε να παραμένουν όρθια και σιωπηλά λόγω τής παρουσίας τού ηγεμόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. consistorium «συνέδριο» (< λατ. ρ. consisto)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κονσιστοριανός — ή, ό (ΑM κονσιστοριανός και κονσιστωριανός, ή, όν) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κονσιστοριανοί οι ανώτεροι βαθμούχοι που συγκροτούν το κονσιστόριο* αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κονσιστόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. consistorianus] …   Dictionary of Greek

  • Καλβίνος — (Calvinus, Νουαγιόν, Πικαρδία 1509 – Γενεύη 1564). Εκλατινισμένο όνομα του Γάλλου θεολόγου της Μεταρρύθμισης Ζαν Κοβέν (Jean Cauvin). Υπήρξε ο ιδρυτής της διδασκαλίας του καλβινισμού, στην οποία έδωσε το όνομά του. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”